- ὁμοκλητήρ
- ὁμο-κλητήρ, ῆρος: one who shouts or calls loudly and sharply, Il. 12.273 and Il. 23.452.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ομοκλητήρ — ὁμοκλητήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα) αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, έω + επίθημα τηρ (πρβλ. φρουρη τήρ)] … Dictionary of Greek
ὁμοκλητήρ — shouter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκλητῆρα — ὁμοκλητήρ shouter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκλητῆρες — ὁμοκλητήρ shouter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκλητῆρι — ὁμοκλητήρ shouter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκλητῆρος — ὁμοκλητήρ shouter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοκλήτειρα — ὁμοκλήτειρα, ἡ (Α) βλ. ομοκλητήρ … Dictionary of Greek